Αμπελοοινική έρευνα στην Ελλάδα

Κατά τις δεκαετίες 1980-1990 πραγματοποιείται έντονη αμπελοοινική έρευνα στην Ελλάδα, αρχικά στην αμπελογραφία. Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη έρευνα, για την ταυτοποίηση και το χαρακτηρισμό των γηγενών ποικιλιών, είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1930, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πιο συγκεκριμένα, στο Εργαστήριο Αμπελουργίας. Η οινική επανάσταση όμως των ’80-’90 έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για κλωνική επιλογή και ταυτοποίηση των γηγενών ποικιλιών, με καλύτερα τεχνολογικά χαρακτηριστικά. Παρόλο που τα χρόνια εκείνα η Ελλάδα βίωνε την εμπειρία του σαρντονέ, του καμπερνέ σοβινιόν και του μερλό, πολλοί άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι το μέλλον θα βασιστεί στη διαφορετικότητα των ελληνικών ποικιλιών.

Τα χρόνια αυτά, και πιο συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1990, αρχίζει η χρηματοδότηση ερευνητικών προσπαθειών από την Ε.Ε., με αποτέλεσμα η αμπελοοινική έρευνα στην Ελλάδα να επεκταθεί. Ερευνητικές εργασίες εμφανίζονται από διάφορα Πανεπιστήμια (Γεωπονική Αθηνών, Σχολή Γεωπονίας Θεσσαλονίκης, Τμήμα Χημείας Πάτρας κ.ά.), αλλά και από Ινστιτούτα Έρευνας (π.χ. Μεσογειακό Αγροτικό Ινστιτούτο Χανίων). Η έρευνα επικεντρώνεται στην πολυφαινολική σύνθεση των ερυθρών ελληνικών ποικιλιών, σε σύγκριση με διεθνείς ερυθρές ποικιλίες. Σημαντική έρευνα αναπτύσσεται, επίσης, στο Τμήμα Χημείας των Ιωαννίνων, σχετικά με την αντιοξειδωτική προστασία των λευκών οίνων και την επίδραση στο άρωμα αυτών. Ερευνητικές εργασίες παρουσιάζονται σχετικά με ουσίες θετικές για την υγεία του καταναλωτή, όπως η ρεσβερατρόλη και πιθανώς επιβλαβείς, όπως οι ωχρατοξίνες, αφού μάλιστα οι κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας ευνοούν την ανάπτυξή τους στο σταφύλι. Σε αυτά τα ερευνητικά προγράμματα συμμετέχουν και οινοποιεία, ιδιωτικά ή συνεταιριστικά, αλλά συχνά και φορείς, όπως η Κεντρική Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών (ΚΕΟΣΟΕ). Τα οινοποιεία έχουν το ρόλο του τελικού εφαρμοστή («end user»), όπως προβλέπουν οι πολιτικές της Ε.Ε. για την έρευνα.